λούρος
(ουσ. αρσ.)
λούρος
[ˈluros]
Σίλατ., Σινασσ.
Πιθ. από το αρχ. ουσ. αἴλουρος. Εναλλακτικά, από το τουρκ. διαλεκτ. loru = α) λαίμαργος β) κοράκι.