ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

λούσιμο (ουσ. ουδ.) λούσιμο [ˈlusimo] Γούρδ., Μαλακ. λούσιμου [ˈlusimu] Μισθ. λούσ̑ιμο [ˈluʃimo] Αξ. λούσ̑ιμα [ˈluʃima] Σίλ. βούσιμα [ˈvusima] Φάρασ. Νεότ. ουσ. λούσιμον, το οπ. από το ρ. λούζω και το παραγωγ. επίθμ. -σιμο. Η λ. στον Σομ.
Λούσιμο και γενικότ. πλύσιμο ό.π.τ. : Τα μαλλιά τ’ κατσιασμένα ’νdαι με τα μέρες γκρεύουν λούσιμο (Τα μαλλιά της έχουν κατσιάσει από την απλυσιά τόσες μέρες, θέλουν λούσιμο) Γούρδ. -Καράμπ. Τούτου νάχαλ λούσ̑ιμα ’ναι; (Αυτό τι λογής πλύσιμο είναι;) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6 Γντυζιέδι, ταβρά τσ' ένα λούσιμου, κανείς δε ντου ρανά (Γδύνεται, ρίχνει κι ένα πλύσιμο, κανείς δεν την βλέπει) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ || Φρ. Λουσ̑ιμάτ' το καρχ̇ι̂́ν' (Λεκάνη του λουσίματος˙ ειδική πήλινη λεκάνη όπου ζεσταινόταν το νερό για το λούσιμο) Αξ. -Μαυροχ. Συνών. νίψιμο :1