λούσιμο
(ουσ. ουδ.)
λούσιμο
[ˈlusimo]
Γούρδ., Μαλακ.
λούσιμου
[ˈlusimu]
Μισθ.
λούσ̑ιμο
[ˈluʃimo]
Αξ.
λούσ̑ιμα
[ˈluʃima]
Σίλ.
βούσιμα
[ˈvusima]
Φάρασ.
Νεότ. ουσ. λούσιμον, το οπ. από το ρ. λούζω και το παραγωγ. επίθμ. -σιμο. Η λ. στον Σομ.
Λούσιμο και γενικότ. πλύσιμο
ό.π.τ.
:
Τα μαλλιά τ’ κατσιασμένα ’νdαι με τα μέρες γκρεύουν λούσιμο
(Τα μαλλιά της έχουν κατσιάσει από την απλυσιά τόσες μέρες, θέλουν λούσιμο)
Γούρδ.
-Καράμπ.
Τούτου νάχαλ λούσ̑ιμα ’ναι;
(Αυτό τι λογής πλύσιμο είναι;)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6
Γντυζιέδι, ταβρά τσ' ένα λούσιμου, κανείς δε ντου ρανά
(Γδύνεται, ρίχνει κι ένα πλύσιμο, κανείς δεν την βλέπει)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
|| Φρ.
Λουσ̑ιμάτ' το καρχ̇ι̂́ν'
(Λεκάνη του λουσίματος˙ ειδική πήλινη λεκάνη όπου ζεσταινόταν το νερό για το λούσιμο)
Αξ.
-Μαυροχ.
Συνών.
νίψιμο :1