λούτρωμα
(ουσ. ουδ.)
λούτρωμα
[ˈlutroma]
Φλογ.
Από το ρ. λειτουργώ, όπου και τύπ. λουτουργώ, και το παραγωγ. επίθμ. -μα. Πβ. το ήδη αρχ. λειτούργημα.
Θεία λειτουργία