ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

λύκος (ουσ. αρσ.) λύκος [ˈlikos] Ανακ., Αξ., Γούρδ., κ.α., Σινασσ., Τροχ. λύκους [ˈlikus] Μισθ., Σίλ., Τσαρικ., Φάρασ. λύgους [ˈligus] Τσουχούρ. Γεν. λυκιού [liˈcu] Αξ. λυκού [liˈcu] Μισθ. λύκοσγιου [ˈlikozʝu] Ουλαγ. Πληθ. λύτσ̑οι [ˈlirʃi] Φάρασ. λύκ' [ˈlik] Αξ. λύτσ̑' [ˈlitʃ] Μισθ. Αρχ. ουσ. λύκος.
Λύκος ό.π.τ. : Ατσ̑έ σ’ ορμάνι ήσανdε πουά λύτσ̑οι τσ̑αι σκούνται (Εκεί στο ρουμάνι ήτανε πολλοί λύκοι και έσκουζαν) Φάρασ. -Dawk. Πα ’ινούμε μεις τα ’ρφανά δεχούς τον παπάκα μας; 'α μας φάν οι λύτσ̑οι. (Τι θα γίνουμε εμείς τα ορφανά δίχως το μπαμπάκα μας; Θα μας φάν οι λύκοι) Φάρασ. -Παπαδ. Ογώ να ήdουμι παλλ'κάρι, λύκους ντε μι τρώισ̑κιν (Εγώ αν ήμουν παλληκάρι, δεν θα με έτρωγε ο λύκος) Μισθ. -Κωστ.Μ. Oγώ ντου στόμα του λύκου έτ'σα ντου (Εγώ το στόμα του λύκου το έδεσα, ενν. με μάγια) Μισθ. -Κωστ.Μ. Γουλτών' ντο ένα πισ̑τικός αζ' λυκιού το στόμα (Το γλύτωσε ένας βοσκός από του λύκου το στόμα) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Ο λύgους πήριν το 'ίδι (Ο λύκος πήρε το γίδι) Τσουχούρ. -Dawk. Λυκιού τα κ'λάκια (Κουτάβια λύκου) Τροχ. -Νίγδελ.Τροχ. Ούτσα λύκοσγιου ντο στόμα dέν’ dο, dε μο να ο φάει άλλε ντο χτήνο ντο λύκος (Έτσι δένει το στόμα του λύκου, δεν μπρορεί πια να φάει την αγελάδα ο λύκος) Ουλαγ. -ΚΜΣ-Θεοδ. || Φρ. Λυκιού κρομμύγια (Λύκου κρεμμύδια˙ αγριοκρέμμυδα) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Λυκού κρομμύ' (Λύκου κρεμμύδι˙ το ίδιο) -Κωστ.Μ. Τ' λυκιού τα καρύγια (Του λύκου τα καρύδια˙ το ίδιο) Αξ. -Μαυροχ. Τρώει αν ντου λύκους (Τρώει σαν το λύκο˙ Είναι λαίμαργος) Μισθ. -Κοτσαν. Τσ̑ιπ νά ύπάμε ση στρώση μας τσ' ό λύκος σό τρυπίν ντoυ. (Όλοι να πάμε στο κρεβάτι μας κι ο λύκος στην τρύπα του˙ βραδυνή προτροπή για ύπνο) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. || Παροιμ. Λύκος μπαστι̂ρμάγια ντε ξερών' (Ο λύκος παστουρμάδες δεν ξεραίνει˙ για τους σπάταλους) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Λύκος 'τον γηράσ̑', 'νιέται τ' σ̑κυλιού μασκαράς (Ο λύκος όταν γεράσει, γίνεται κορόιδο του σκύλου˙ λέγεται όταν οι νέοι κοροϊδεύουν τους γέρους) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Ο λύκος σαμού συννεφϊέζ' ό χαβάζ, 'υρεύει τα. (Ο λύκος όταν συννεφιάζει ο καιρός, του αρέσει˙ οι κακοί άνθρωποι επιδιώκουν τις καταστάσεις αναταραχής) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Ό Χριστός σο λύκον ειπεν ντα : «Σήκω να Φάς τον αυτένη σου» (Ο Χριστός είπε στον λύκο «Σήκω να φας τον αφέντη σου»˙ Λεγόταν για τους Τούρκους, βάσει μιας παραδόσεως σύμφωνα με την οποία ο Μωάμεθ απέτυχε να φτιάξει ανθρώπους από πηλό όπως ο Χριστός και ο τελευταίος έδωσε αυτή την εντολή στον πηλό, οπότε και δημιουργήθηκε ο λύκος) -Λουκ.Λουκ. Νά 'χα κι ενα λύκο να βοηθούσε το σκυλί (Νά 'χα κι ενα λύκο να βοηθούσε το σκυλί˙ για εχθρούς που προσποιούνται τους φίλους για να μας βλάψουν) Σινασσ. -Αρχέλ. Του λύκ' το γουργούρ' έν' παχύ γιατί θιάν' τ' όργο τ' μοναχός τ' (Ο λαιμός του λύκου είναι παχύς γιατί κάνει την δουλειά του μόνος του˙ πρέπει να διευθετούμε οι ίδιοι τις προσωπικές μας υποθέσεις και να μην τις εμπιστευόμαστε σε άλλους) Σινασσ. -Αρχέλ. Τα μετρεμένα πρόβατα ο λύκος τζ̑ο τρώ τα (Τα μετρημένα πρόβατα ο λύκος δεν τα τρώει˙ όταν είμαστε προσεκτικοί κανείς δεν μπορεί να μας βλάψει) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ.