λύκος
(ουσ. αρσ.)
λύκος
[ˈlikos]
Ανακ., Αξ., Γούρδ., κ.α., Σινασσ., Τροχ.
λύκους
[ˈlikus]
Μισθ., Σίλ., Τσαρικ., Φάρασ.
λύgους
[ˈligus]
Τσουχούρ.
Γεν.
λυκιού
[liˈcu]
Αξ.
λυκού
[liˈcu]
Μισθ.
λύκοσγιου
[ˈlikozʝu]
Ουλαγ.
Πληθ.
λύτσ̑οι
[ˈlirʃi]
Φάρασ.
λύκ'
[ˈlik]
Αξ.
λύτσ̑'
[ˈlitʃ]
Μισθ.
Αρχ. ουσ. λύκος.
Λύκος
ό.π.τ.
:
Ατσ̑έ σ’ ορμάνι ήσανdε πουά λύτσ̑οι τσ̑αι σκούνται
(Εκεί στο ρουμάνι ήτανε πολλοί λύκοι και έσκουζαν)
Φάρασ.
-Dawk.
Πα ’ινούμε μεις τα ’ρφανά δεχούς τον παπάκα μας; 'α μας φάν οι λύτσ̑οι.
(Τι θα γίνουμε εμείς τα ορφανά δίχως το μπαμπάκα μας; Θα μας φάν οι λύκοι)
Φάρασ.
-Παπαδ.
Ογώ να ήdουμι παλλ'κάρι, λύκους ντε μι τρώισ̑κιν
(Εγώ αν ήμουν παλληκάρι, δεν θα με έτρωγε ο λύκος)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Oγώ ντου στόμα του λύκου έτ'σα ντου
(Εγώ το στόμα του λύκου το έδεσα, ενν. με μάγια)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Γουλτών' ντο ένα πισ̑τικός αζ' λυκιού το στόμα
(Το γλύτωσε ένας βοσκός από του λύκου το στόμα)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Ο λύgους πήριν το 'ίδι
(Ο λύκος πήρε το γίδι)
Τσουχούρ.
-Dawk.
Λυκιού τα κ'λάκια
(Κουτάβια λύκου)
Τροχ.
-Νίγδελ.Τροχ.
Ούτσα λύκοσγιου ντο στόμα dέν’ dο, dε μο να ο φάει άλλε ντο χτήνο ντο λύκος
(Έτσι δένει το στόμα του λύκου, δεν μπρορεί πια να φάει την αγελάδα ο λύκος)
Ουλαγ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
|| Φρ.
Λυκιού κρομμύγια
(Λύκου κρεμμύδια˙ αγριοκρέμμυδα)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Λυκού κρομμύ'
(Λύκου κρεμμύδι˙ το ίδιο)
-Κωστ.Μ.
Τ' λυκιού τα καρύγια
(Του λύκου τα καρύδια˙ το ίδιο)
Αξ.
-Μαυροχ.
Τρώει αν ντου λύκους
(Τρώει σαν το λύκο˙ Είναι λαίμαργος)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Τσ̑ιπ νά ύπάμε ση στρώση μας τσ' ό λύκος σό τρυπίν ντoυ.
(Όλοι να πάμε στο κρεβάτι μας κι ο λύκος στην τρύπα του˙ βραδυνή προτροπή για ύπνο)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
|| Παροιμ.
Λύκος μπαστι̂ρμάγια ντε ξερών'
(Ο λύκος παστουρμάδες δεν ξεραίνει˙ για τους σπάταλους)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Λύκος 'τον γηράσ̑', 'νιέται τ' σ̑κυλιού μασκαράς
(Ο λύκος όταν γεράσει, γίνεται κορόιδο του σκύλου˙ λέγεται όταν οι νέοι κοροϊδεύουν τους γέρους)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Ο λύκος σαμού συννεφϊέζ' ό χαβάζ, 'υρεύει τα.
(Ο λύκος όταν συννεφιάζει ο καιρός, του αρέσει˙ οι κακοί άνθρωποι επιδιώκουν τις καταστάσεις αναταραχής)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Ό Χριστός σο λύκον ειπεν ντα : «Σήκω να Φάς τον αυτένη σου»
(Ο Χριστός είπε στον λύκο «Σήκω να φας τον αφέντη σου»˙ Λεγόταν για τους Τούρκους, βάσει μιας παραδόσεως σύμφωνα με την οποία ο Μωάμεθ απέτυχε να φτιάξει ανθρώπους από πηλό όπως ο Χριστός και ο τελευταίος έδωσε αυτή την εντολή στον πηλό, οπότε και δημιουργήθηκε ο λύκος)
-Λουκ.Λουκ.
Νά 'χα κι ενα λύκο να βοηθούσε το σκυλί
(Νά 'χα κι ενα λύκο να βοηθούσε το σκυλί˙ για εχθρούς που προσποιούνται τους φίλους για να μας βλάψουν)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
Του λύκ' το γουργούρ' έν' παχύ γιατί θιάν' τ' όργο τ' μοναχός τ'
(Ο λαιμός του λύκου είναι παχύς γιατί κάνει την δουλειά του μόνος του˙ πρέπει να διευθετούμε οι ίδιοι τις προσωπικές μας υποθέσεις και να μην τις εμπιστευόμαστε σε άλλους)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
Τα μετρεμένα πρόβατα ο λύκος τζ̑ο τρώ τα
(Τα μετρημένα πρόβατα ο λύκος δεν τα τρώει˙ όταν είμαστε προσεκτικοί κανείς δεν μπορεί να μας βλάψει)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.