ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

λωλαίνομαι (ρ.) λελαίνομαι [leˈlenome] Σινασσ. Από το νεότ. ρ. λωλαίνομαι.
Ξετρελαίνομαι με κάποιον ή κάτι Σινασσ. : Να σ’ αγαπώ και να σε λελαίνομαι (Να σε αγαπώ και να τρελαίνομαι για σένα) Σινασσ. -Αρχέλ.