λωλαίνομαι
(ρ.)
λελαίνομαι
[leˈlenome]
Σινασσ.
Από το νεότ. ρ. λωλαίνομαι.
Ξετρελαίνομαι με κάποιον ή κάτι
Σινασσ.
:
Να σ’ αγαπώ και να σε λελαίνομαι
(Να σε αγαπώ και να τρελαίνομαι για σένα)
Σινασσ.
-Αρχέλ.