ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

λωρί (ουσ. ουδ.) 'ωρί [οˈri] Φάρασ., Φκόσ. Από το μεταγν. ουσ. λωρίον, υποκορ. του μεταγν. ουσ. λῶρος (< λατιν. lorum).
Λουρί ό.π.τ. : Τα ποστάλε λητεύεις τα μο τα ’ωρία· το ’ωρί το έφτιαναν οι κοσ̑κέροι (Τις γκέτες τις δένεις με τα λουριά· το λουρί το έφτιαχναν οι τσαγκάρηδες) Φκόσ. -ΚΜΣ-ΚΠ371 Συνών. καγίσι :1, Πβ. ζυγολώρι