λυτός
(επίθ.)
λυτό
[liˈto]
Ανακ.
Aρχ. επίθ. λυτός.
Ελεύθερος, απαλλαγμένος από δεσμεύσεις
:
Νήστεια δεν έσ̑΄, λυτό έν'
(Δεν έχει νηστεία, είναι ελεύθερο, ενν. το να φάμε)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
Το τάδε μέρα λυτό το έχ̇ισ̑καν
(Την τάδε μέρα την είχαν ελεύθερη από νηστεία)
Ανακ.
-Κωστ.Α.