ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

λυτός (επίθ.) λυτό [liˈto] Ανακ. Aρχ. επίθ. λυτός.
Ελεύθερος, απαλλαγμένος από δεσμεύσεις : Νήστεια δεν έσ̑΄, λυτό έν' (Δεν έχει νηστεία, είναι ελεύθερο, ενν. το να φάμε) Ανακ. -Κωστ.Α. Το τάδε μέρα λυτό το έχ̇ισ̑καν (Την τάδε μέρα την είχαν ελεύθερη από νηστεία) Ανακ. -Κωστ.Α.