ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

λυθρίδι (ουσ. ουδ.) λυθιρίδι [liθiˈriði] Σινασσ. Aπό το μεσν. ουσ. ἐρυθρίδιον > ἐλυθρίδιον με εναλλαγή υγρών (πβ. ερυθρίνος > λυθρίνι) και ανάπτυξη [i] μεταξύ συμφώνων. Για την λ. βλ. Χατζιδάκις ΜΝΕ Β΄, 542. Ο τύπ. λυθρίδι ήδη μεσν., πβ. Δημ. Πεπαγ. Ἰατρ. 1.193.8 «ἰορίζαν λιθριδίου σμύρνης, μελανθίου, πεπέρεως λευκοῦ»).
To φυτό ερυθρόδανον το βαφικόν (rubia tinctorum), κοινώς ριζάρι, του οποίου oi ρίζες χρησιμεύουν για την παρασκευή κόκκινης βαφής.