λυσσιάρης
(επίθ.)
λυσ̑σ̑άρ'
[liˈʃar]
Μισθ.
λυσ̑-σ̑έρ'
[liʃˈʃer]
Αξ.
Από το μεσν. επίθ. λυσσιάρης, όπου και τύπ. λυσσάρης, το οπ. από το αρχ. ουσ. λύσσα και το παραγωγ. επίθμ. -ιάρης.
Λυσσασμένος
ό.π.τ.
:
Toυ λυσ̑σ̑άρ' να ντου φας, τσ̑είδι καλό
(Το λυσσασμένο να το φας, είναι καλό, δηλ. δεν κινδυνεύεις να πάθεις λύσσα)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Συνών.
αζγούνης, κουντούζης