ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

λυσσιάρης (επίθ.) λυσ̑σ̑άρ' [liˈʃar] Μισθ. λυσ̑-σ̑έρ' [liʃˈʃer] Αξ. Από το μεσν. επίθ. λυσσιάρης, όπου και τύπ. λυσσάρης, το οπ. από το αρχ. ουσ. λύσσα και το παραγωγ. επίθμ. -ιάρης.
Λυσσασμένος ό.π.τ. : Toυ λυσ̑σ̑άρ' να ντου φας, τσ̑είδι καλό (Το λυσσασμένο να το φας, είναι καλό, δηλ. δεν κινδυνεύεις να πάθεις λύσσα) Μισθ. -Κωστ.Μ. Συνών. αζγούνης, κουντούζης