λωλός
(επίθ.)
λωλός
[loˈlos]
Σινασσ.
λωλό
[loˈlo]
Αραβαν., Γούρδ.
λελός
[leˈlos]
Σινασσ.
Μεσν. ουσ. λωλός. Ο τύπ. λελός με επίδρ. του τουρκ. διαλεκτ. lelle = τρελός. Η λ. και Πόντ. με την σημ. ‘τραυλός, κωφάλαλος’.
Τρελός
ό.π.τ.
:
Σαν την χωριού λελή ντέλεσαι ας του Θεού τα χαράματα ως τ' άγρια τα νύχτες, χωριού κλωθού!
(Σαν την τρελή του χωριού περιφέρεσαι από τα χαράματα του Θεού ως την άγρια νύχτα, γυρίστρα)
Σινασσ.
-Τακαδόπ.
|| Παροιμ.
Δυό αδέλφια μάλωναν και δυό λωλοί το πίστευαν
(Δύο αδέλφια μάλωναν και δύο τρελοί το πίστευαν˙ οι οικογενειακοί δεσμοί είναι πολύ ισχυροί)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
Συνών.
δίνω, ντελής :1, τρελός, τσανός