ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τσανός (επίθ.) σάνας [ˈsanas] Γούρδ. σανό [saˈno] Γούρδ., Μισθ., Τελμ. τσανός [tsaˈnos] Σίλ., Σινασσ., Φάρασ., Φερτάκ. τσανό [tsaˈno] Ανακ., Αξ., Αραβαν., Μισθ., Τελμ., Φλογ. τσαν-νός [tʃanˈno] Σίλ. τσαν-νό [tsanˈno] Σίλ. τσ̑αν-νός [tʃanˈno] Σίλ. τσ̑ανό [tʃaˈno] Αραβαν., Μισθ., Φερτάκ. τζανός [dzaˈnos] Σίλατ., Σινασσ. τζ̑ανός [dʒaˈnos] Φάρασ. τζαν-νός [dzanˈnos] Σίλ. τσαντός [tsaˈdos] Καππ. ζαντός [zaˈdos] Καππ. Πρώιμ. μεσν. επίθ. τζανός/τζαννός. Για τη σύνδεσή του με το εθνωνύμιο Σάννας, πβ. Εύστ. Παρ. Ὀδ. 2.73. 37 «οὕτω καὶ ὁ παρὰ τῷ κωμικῷ Κρατίνῳ σάννας. αὐτὸς μέντοι οὐ τὸν εὐήθη ἁπλῶς δηλοῖ, ἀλλὰ τὸν μωρόν, ὃν ἴσως ἡ κοινὴ γλῶσσα τζαννὸν λαλεῖ. δόξοι δ’ ἂν εἰλῆφθαι ἡ λέξις ἀπὸ τῶν Ἀσιανῶν σάννων, οὓς οἱ ἰδιῶται τζάννους καλοῦσι, βαρβαρικοὺς ὄντας καί, ὡς εἰκός, εὐήθεις δι’ ἀπαιδευσίαν.» Πβ. και Αρ. Βυζ. Π. ὑποπτ. 273 «Σάννας· ὁ μωρός» (βλ. Andriotis 1974: 487) και Tzitzilis (1987α: 124). Ο τύπ. ζαντός από το τουρκ. διαλεκτ. zandos, το οπ. δάν. από την ελλ. (Tzitzilis 1987α: 124). Η λ. και Πόντ.
1. Ανόητος, άμυαλος Γούρδ., Σινασσ., Τελμ., Φάρασ., Φερτάκ. : Τζ̑ανά καdζ̑ία μη κατζ̑εύ' (Ανόητα λόγια μη λες) Φάρασ. -Ανδρ. || Φρ. Τσανά καdζ̑ία (Άμυαλα λόγια˙ α) λόγια μωρών β) ανόητα λόγια) -Θεοδ.Ιστ. Συνών. αβανάκος, ακιλσούζης
2. Τρελός Αξ., Αραβαν., Μισθ., Ουλαγ., Σίλατ., Σίλ., Σινασσ., Τελμ., Φάρασ., Φερτάκ., Φλογ. : Αν το πω 'ς εσένα, να με πεις τσ̑ανό (Αν το πω σε σένα, θα με πεις τρελό) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Σε μ' ποίσ' τσαν-νή (Θα με κάνει τρελή) Σίλ. -Κωστ.Σ. Σανό μi 'σαι; Τι 'σαι; (Τρελός είσαι; Τι είσαι;) Ουλαγ. -Κεσ. Τσ̑αν-νός μι 'σι; (Τρελός είσαι;) Σίλ. -Κωστ.Σ. 'ένηκι τζαν-νός (Τρελάθηκε) -Κωστ.Σ. Nα μας ποίκ'νι τσανά ιτιά (Θα μας τρελάνουν αυτοί) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. || Φρ. Τσ̑αν-νή μ' είσου; (Τρελή είσαι;˙ (Μτφ.) Τα' χεις χαμένα; Δεν ξέρεις τι σου γίνεται;) Σίλ. -Κωστ.Σ. || Παροιμ. Ένα άρωπο, ερυό-τρία αρώπ' αν το ειπούν τσανό, να τσανίσ̑' (Έναν άνθρωπο, δυο-τρεις άνθρωποι αν τον πουν τρελό, θα τρελαθεί˙ Γίνεται κάτι πιστευτό, όταν το διαβεβαιώνουν όλοι) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Τ' ακ͑ι̂λ-λι̂́ 'σο να dϋσ̑ϋνdΰσ̑', το τσανό σ̑άν' τα γ̑βουνιά στράτα (Ο γνωστικός ώσπου να σκεφτεί, ο τρελός κάνει τα βουνά δρόμο˙ Ο σχολαστικός ώσπου να πάρει μιά απόφαση, ο τολμηρός πραγματοποιεί αυτό που θέλει) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Ο γνωστικός ώσπου να συλλογισθεί, ο τζανός χτυπά και φεύγει (Ο γνωστικός μέχρι να συλλογιστεί, ο τρελός χτυπά και φεύγει˙ Ο σχολαστικός ώσπου να πάρει μιά απόφαση, ο τολμηρός πραγματοποιεί αυτό που θέλει) Σινασσ. -Αρχέλ. Συνών. δίνω, ντελής :1, τρελός
3. Άγριος Σίλ.
4. Ὡς ουσ., μετων., το βρέφος Φάρασ. Συνών. βαβά, μαχτσούμι, μαχτσουμόκκο, ταζός