τσαπαλάντημα
(ουσ. ουδ.)
τσ̑απαλάτημα
[tʃapaˈlatima]
Φάρασ.
Από το ρ. τσαπαλαντώ και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
Προσπάθεια, αγώνας
Συνών.
ντεβάμι :2, ογραστιέσιμο, τσαλισμά :2