ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τσαντέρης (ουσ. ουδ.) τσαντέρης [tsaˈderis] Σινασσ. τσαντέρ' [tsaˈder] Μαλακ. Θηλ. τσαντέρισσα [tsaˈderisa] Μαλακ. Από το τουρκ. διαλεκτ. επίθ. çandır = α) εριστικός β) ανάγωγος (THADS, λ. çandır II, ΙΧ).
1. Οξύθυμος Μαλακ.
2. Πονηρός Σινασσ.