τσαντέρης
(ουσ. ουδ.)
τσαντέρης
[tsaˈderis]
Σινασσ.
τσαντέρ'
[tsaˈder]
Μαλακ.
Θηλ.
τσαντέρισσα
[tsaˈderisa]
Μαλακ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. επίθ. çandır = α) εριστικός β) ανάγωγος (THADS, λ. çandır II, ΙΧ).
1. Οξύθυμος
Μαλακ.
2. Πονηρός
Σινασσ.