τσανοσύνη
(ουσ. θηλ.)
τσανοσύν'
[tsanoˈsin]
Μισθ.
τσανοψ̑ύμ'
[tsanoˈpʃim]
Μαλακ., Φλογ.
Από το ουσ. τσανός και το παραγωγ. επίθμ. -σύνη.
Τρέλα, παράνοια
ό.π.τ.