ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τσαντίρι (ουσ.) τσ̑αdίρι [tʃaˈdiri] Φάρασ. τσ̑αντι̂́ρι [tʃaˈdɯri] Αραβαν. τσ̑αντι̂́ρ' [tʃaˈdɯr] Αξ., Γούρδ., Μπέηκ. τσ̑αdούρ' [tʃaˈdur] Μισθ. τσ̑ατ͑ίρι [tʃaˈtʰiri] Φάρασ. τσ̑ατι̂́ρ' [tʃaˈtɯr] Φλογ. Πληθ. τσ̑ατ͑ίρα [tʃaˈtʰira] Τσουχούρ. Από το νεότ. ουσ. τζαντίρι (Λεξ. Σομ. λ. ντζαντήρι, τζαντήρι), το οπ. από το τουρκ. ουσ. çadιr (< παλαιότ. τουρκ. çatır) = α) σκηνή, αντίσκηνο β) διαλεκτ. με παράλειψη του ουσ. bezi, είδος χοντρού λινού ή βαμβακερού υφάσματος γ) παπλωματοσέντονο, όπου και διαλεκτ. τύπ. çadur και çatır.
1. Αντίσκηνο, σκηνή ό.π.τ. : Είραν γκαι το πατισ̑άχο τουν σκοτωμένο σο τσ̑αdι̂́ρι τ' απέσω (Είδαν και τον βασιλιά τους σκοτωμένο μέσα στην σκηνή του) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Στο χωριό τ'νε ήρτεν 'να κερβάν', ασ' το χωριό όξω στα γρασ̑τιά γούρ'σεν τσ̑αdι̂́ρια και κάτσεν (Μια μέρα στο χωριό τους ήρθε ένα καραβάνι και έξω απ' το χωριό στα γειτονικά χωράφια έστησε σκηνές και κάθισε ) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Ταγρά τσ̑ατιριού το ξ̑ύλο και καλά καλά κοπανίσ̑' το αστενάρ' (Ταβρά τα ξύλα του αντίσκηνου και κοπανά καλά καλά τον άρρωστο (χασάπη που είχε κάνει κακό στα αδέλφια του)) Φλογ. -Dawk. Μπήκαμ' σα κιλίμια 'ποκάτ', ποίκαμ' τα τσαdίρια (Mπήκαμε κάτω από τα χαλιά, τα κάναμε σκηνές) Μπέηκ. -ΚΜΣ-Έξοδος Β Ατσ̑εί είσ̑ινι τσ̑ατ͑ίραμ είσ̑ινι λαμαρίνις (Εκεί είχε τσαντίρια, είχε λαμαρίνες) Τσουχούρ. -VLACH
2. Πανί, σεντόνι Μισθ. : Φέριξαμ’ ένα καλό τσ̑αdούρ', άπλωναμ' ντου (Φέρναμε ένα γερό πανί, το απλώναμε) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ.