τσαντίρα
(ουσ. θηλ.)
τσαdίρα
[tsaˈdira]
Σίλ.
Aπό το ουσ. τσαντίρι και το μεγεθ. επίθμ. -α.
Μεγάλο τσαντίρι
:
‘γω φτσιάνου του μιά τσαdίρα οπ’ ιπεγί, γιέξ̑ι σ̑ιλιάρες ασκέρoι να χωρώσουσι
(Εγώ του φτιάχνω μιά σκηνή από μαλλί, που θα χωρούν 6.000 στρατιώτες)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ5