ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

τσάπου (επίρρ.) τσ̑άπου ['tʃapu] Φάρασ. τσάπους ['tsapus] Φάρασ. Από τη φρ. εκειά όπου.
1. Όπου : Σο Βαρασ̑ού ντη μερα̈́, τσ̑άπου δεβαίνει ‘πό ‘μπρόν ντου το ποτάμι (Στη μεριά των Φαράσων, εκεί από όπου περνάει μπροστά το ποτάμι) Φάρασ. -ΚΜΣ-ΚΠ344Β Χίτα 'α υπάμε να 'κουθήσουμ' αdέ τη στράτα, τσ̑ιαπού α υπά να υπάμ' τσ̑ εμείς (Ἐμπρός ας πάμε να ακολουθήσουμε αυτό τον δρόμο, και όπου πάει να πάμε κι εμείς) Φάρασ. -Dawk. βλ. όπου
2. Οπουδήποτε ή οποτεδήποτε : Τσ̑άπου 'α αντι-ἐσ' του Χριστού τ' όνομα. ἐν' ατσ̑εί κοντά σου (Όποτε μνημονεύσεις του Χριστού τ' όνομα, είναι εκεί κοντά σου) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Λε ντι κι το φσ̑όκκο: «Τσ̑απ' α ιδείτε α στσ̑υλί, δώσε ντα, σκοτώσε ντα». Τσ̑άπου ηύρανε α στσ̑υλί, δώκαν ντα (Το παιδί λέει: «Ὀπου δείτε ένα σκυλί, χτυπήστε, το, σκοτώστε το». Και όπου βρίσκαν ένα σκυλί το χτυπούσαν) Φάρασ. -Dawk. Συνών. όπου, οπούθε, πούταν
3. Όταν, καθώς : Τσ̑απού τα πιέσε 'ς το ποράδι, τσίριξε ο μαλλιέρ' (Όταν τον έπιασε από το ποδάρι, ο μαλλιαρός άνθρωπος τσίριξε) Φάρασ. -Dawk. Τσ̑απού τα ταύρισε, τσ̑έντ'σεν ο νομάτ' (Όταν τον τράβηξε, ο άνθρωπος τον κέντησε με την σακοράφα) Φάρασ. -Dawk. Τσ̑απού ήγρεψε ση λίμbλη γνένdα, είδε α γκαρνό (Εκεί που κοίταξε στη λίμνη απέναντι, είδε ένα ελάφι) Φάρασ. -Dawk. Τσάπους ήμουν σα πεθερικά μου 'ενόμουν ένα μετ’ ετσ̑είνους (Καθώς ήμουν στα πεθερικά μου, έγινα ένα, ενώθηκα με εκείνους) Φάρασ. -Παπαδ. Συνών. καντάρ, όπου