τσάπου
(επίρρ.)
τσ̑άπου
['tʃapu]
Φάρασ.
τσάπους
['tsapus]
Φάρασ.
Από τη φρ. εκειά όπου.
1. Όπου
:
Σο Βαρασ̑ού ντη μερα̈́, τσ̑άπου δεβαίνει ‘πό ‘μπρόν ντου το ποτάμι
(Στη μεριά των Φαράσων, εκεί από όπου περνάει μπροστά το ποτάμι)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-ΚΠ344Β
Χίτα 'α υπάμε να 'κουθήσουμ' αdέ τη στράτα, τσ̑ιαπού α υπά να υπάμ' τσ̑ εμείς
(Ἐμπρός ας πάμε να ακολουθήσουμε αυτό τον δρόμο, και όπου πάει να πάμε κι εμείς)
Φάρασ.
-Dawk.
βλ.
όπου
2. Οπουδήποτε ή οποτεδήποτε
:
Τσ̑άπου 'α αντι-ἐσ' του Χριστού τ' όνομα. ἐν' ατσ̑εί κοντά σου
(Όποτε μνημονεύσεις του Χριστού τ' όνομα, είναι εκεί κοντά σου)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Λε ντι κι το φσ̑όκκο: «Τσ̑απ' α ιδείτε α στσ̑υλί, δώσε ντα, σκοτώσε ντα». Τσ̑άπου ηύρανε α στσ̑υλί, δώκαν ντα
(Το παιδί λέει: «Ὀπου δείτε ένα σκυλί, χτυπήστε, το, σκοτώστε το». Και όπου βρίσκαν ένα σκυλί το χτυπούσαν)
Φάρασ.
-Dawk.
Συνών.
όπου, οπούθε, πούταν
3. Όταν, καθώς
:
Τσ̑απού τα πιέσε 'ς το ποράδι, τσίριξε ο μαλλιέρ'
(Όταν τον έπιασε από το ποδάρι, ο μαλλιαρός άνθρωπος τσίριξε)
Φάρασ.
-Dawk.
Τσ̑απού τα ταύρισε, τσ̑έντ'σεν ο νομάτ'
(Όταν τον τράβηξε, ο άνθρωπος τον κέντησε με την σακοράφα)
Φάρασ.
-Dawk.
Τσ̑απού ήγρεψε ση λίμbλη γνένdα, είδε α γκαρνό
(Εκεί που κοίταξε στη λίμνη απέναντι, είδε ένα ελάφι)
Φάρασ.
-Dawk.
Τσάπους ήμουν σα πεθερικά μου 'ενόμουν ένα μετ’ ετσ̑είνους
(Καθώς ήμουν στα πεθερικά μου, έγινα ένα, ενώθηκα με εκείνους)
Φάρασ.
-Παπαδ.
Συνών.
καντάρ, όπου