οπούταν
(επίρρ.)
πούταν
[ˈputan]
Σίλ.
Από το επίρρ. οπούθε και τον συνδ. αν.Πβ. πούθε, όπου και τύπ. πούτ’ Σίλ.
Τροποποιήθηκε: 26/05/2025