ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

-όπο (επίθμ.) -όπον [-ˈopon] Σινασσ. -όπο [-ˈopo] Ανακ., Σινασσ., Τελμ., Τζαλ., Τσαρικ., Φερτάκ. -όπ-πο [-ˈoppo] Αξ. -όπου [-ˈopu] Μισθ., Σίλ. Θηλ. -όπα [-ˈopa] Ουλαγ. -έπα [-ˈepa] Αξ. Από το μεσν. επίθμ. -όπουλο με αποβολή του άτονου [u] (πβ. βασιλόπ'λο Σινασσ.) και στην συνέχεια ανομ. αποβολή του [l] σε περιπτώσεις όπου το -όπ'λο συνδυαζόταν με θέματα σε -λ-, π.χ. σκυλ- ή κουρουλ- (< *κουλούρι με αντιμετάθ. [l-r > r-l]). Βλ. Οικονομίδης (1938: 69-71) για παρόμοιες εξελίξεις και παραδείγματα από την Ποντιακή. Το θηλ. -όπα με την προσθήκη του θηλ. επιθμ. .
1. Υποκορ. επίθμ. για τον σχηματ. ουσ. ό.π.τ. : κοριτσόπο (κοριτσάκι) Αξ. κουλουρόπο (μικρό ψωμάκι) Μισθ., Ουλαγ. κουρ'λέπα (κουλουράκι) Αξ. ποταμόπο (ποταμάκι) Τζαλ. σκυλόπο (σκυλάκι) Αξ. παιδόπο (παιδάκι) Τελμ. πουλόπο (πουλάκι) Τελμ. τσικόπο (μικρό πήλινο αγγείο για την αποθήκευση τροφίμων) Καππ. Πβ. -ι/-ί, -ίκκο, -ίτσι, -ίτσικος, -ούτσικος, -όκκο
2. Με ατονημένη υποκορ. σημ. Μισθ., Σίλ., Τσαρικ. : κρασόπο (κρασί) Τσαρικ. κουλουρόπο (πρόσφορο) Μισθ., Σίλ., Τσαρικ. Πβ. -ι/-ί, -ίκκο, -ίτσα, -ίτσι, -όκκο
Τροποποιήθηκε: 18/08/2025