οπά
(ουσ. ουδ.)
οπά
[ˈopa]
Αξ.
Πληθ.
οπάγε
[ˈopaʝe]
Αξ.
Από το τουρκ. ουσ. oba = α) αντίσκηνο νομάδων, καταυλισμός β) ως διαλεκτ. σημ., θερινή στάνη σε πεδιάδα.
Θερινή στάνη
Αξ.