οπά
(ουσ. θηλ.)
οπά
[oʹpa]
Αξ.
Πληθ.
οπάγε
[oʹpaʝe]
Αξ.
Από το τουρκ. ουσ. oba = α) αντίσκηνο νομάδων, καταυλισμός β) ως διαλεκτ. σημ., θερινή στάνη σε πεδιάδα.
Θερινή στάνη
Αξ.
Τροποποιήθηκε: 03/07/2025