οπμάσκαλος
(ουσ.)
οπμάσκαλους
[opˈmaskalus]
Σίλ.
Πληθ.
απμάσκαλουροι
[apˈmaskaluri]
Σίλ.
Κατά τον Κωστάκη (1968: 182) από τη ευφημητ. φρ. οπ’ εμάς καλός.
Φάντασμα, βρικόλακας
ό.π.τ.
:
Τση νύχτα γεβκάσ̑ι απμάσκαλουροι
(τη νύχτα πέρασαν φαντάσματα)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Άμα πεσανίσκιτ’ χωρίς βάφτσ̑ισμα, ’ενίσκιτι οπμάσκαλους
(αν πεθάνει χωρίς βαφτισμα, γίνεται βρικόλακας)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.