όποσος
(αντων.)
Θηλ. Πληθ.
όποσες
[ˈoposes]
Γούρδ.
Ουδ.
όποσα
[ˈoposa]
Φερτάκ.
Αρχ. αντων. ὁπόσος. Ο τύπ. ὅποσα μεσν, πβ. Θεόδ. Στουδ. Μεγ. Κατήχ. 83.31 «Κοινῶς δὴ ἀναλογισώμεθα ὅποσα καὶ πηλίκα ὠφελήσαμεν ἐνώπιον Κυρίου παντοκράτορος».
Όσος
ό.π.τ.
:
Όποσες φορές
(Όσες φορές)
Γούρδ.
-Καράμπ.
Όποσα ολΰγια έεις όανταρ κεριά γιάφτεις
(Όσους νεκρούς έχεις, τόσα κεριά ανάβεις)
Φερτάκ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Πβ.
καντάρ :2
Τροποποιήθηκε: 08/05/2025