ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

όποσος (αντων.) Θηλ. Πληθ. όποσες [ˈoposes] Γούρδ. όποσα [ˈoposa] Φερτάκ. Αρχ. αντων. ὁπόσος, όπου και τύπ. ὄποσος.
Όσος ό.π.τ. : Όποσες φορές (όσες φορές) Γούρδ. -Καράμπ. Όποσα ολΰγια έεις όανταρ κεριά γιάφτεις (Όσους νεκρούς έχεις, τόσα κεριά ανάβεις) Φερτάκ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Συνών. καντάρ