όποσος
(αντων.)
Θηλ. Πληθ.
όποσες
[ˈoposes]
Γούρδ.
όποσα
[ˈoposa]
Φερτάκ.
Αρχ. αντων. ὁπόσος, όπου και τύπ. ὄποσος.
Όσος
ό.π.τ.
:
Όποσες φορές
(όσες φορές)
Γούρδ.
-Καράμπ.
Όποσα ολΰγια έεις όανταρ κεριά γιάφτεις
(Όσους νεκρούς έχεις, τόσα κεριά ανάβεις)
Φερτάκ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Συνών.
καντάρ