οπίσω
(επίρρ.)
οπίσω
[oˈpiso]
Ανακ., Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Μισθ., Σίλ., Τελμ., Τσαρικ., Φλογ.
οπίσου
[oˈpisu]
Σίλ., Φάρασ.
ομπίσου
[oˈbisu]
Φάρασ.
οπίσ’
[oˈpis]
Μισθ.
πίσω
[ˈpisο]
Ανακ., Ουλαγ.
πίσου
[ˈpisu]
Ανακ., Σίλ., Τσουχούρ., Φάρασ., Φκόσ.
πίζου
[ˈpizu]
Σίλ.
επίσω
[eˈpiso]
Τελμ.
Αρχ. επίρρ. ὀπίσω. Οι τύπ. οπίσου και πίσω μεσν., ενώ ο τύπ. πίσου νεότ. Για την επίταξη του επιρρ. μετά το προσδιοριζόμενο ουσ. βλ. Ανδριώτης (1948: 48). O τύπ. επίσω αναλογ. κατά το εμπρός.
1. Πίσω, σε σημείο που βρίσκεται αντίθετα από τον ομιλητή ή εν γένει το αντικείμενο αναφοράς
ό.π.τ.
:
Κλώσι οπίσ’
(Γύρισε πίσω)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Ερισίν ντου τα σέριαν ντου πίσου
(Του έδεσε τα χέρια του πίσω)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Ντα τσ̑είνdι ομbρός σ' να ντα συφτάνεις, ντα τσ̑είνdι οπίσω σ' να μη μπορούν να σι συφτάσ'νι
(Αυτούς που είναι μπροστά σου να τους προλαβαίνεις, αυτοί που είναι πίσω σου να μην μπορούν να σε φτάσουν)
Τσαρικ.
-Καραλ.
Με τα κλάματα γυριζόταν επίσω
(Με κλάματα γύριζε πίσω της)
Τελμ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
|| Φρ.
'πόμειν’ οπίσ’ σά μαχήμαδα
(Έμεινε πίσω στα μαθήματα˙ υστερεί στα μαθήματα)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Παίρει το καdζ̑ί του πίσου
(Παίρνει τον λόγο του πίσω˙ δεν τηρεί τα συμφωνηθέντα )
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Πίσου πίσου
(Πίσω πίσω˙ με το πρόσωπο μπροστά)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Τ’ όργο ντώκεν πίσω
(Η δουλειά έδωσε πίσω˙ η δουλειά καθυστέρησε)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
'πόμ'ναν τα μάτια τ’ πίσω
(Απόμειναν τα μάτια του πίσω˙ δεν του το έδωσε με ευχαρίστηση / πέθανε ανικανοποίητος)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
|| Παροιμ.
Του ’υρεὐει να παρεδοθεί, ’μbρὀ πίσου τζ̑ο γρεύει
(Όποιος θέλει να παντρευτεί, μπρος πίσω δεν κοιτάζει˙ η απόφαση για γάμο δεν χρειάζεται πολλή σκέψη)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
|| Ασμ.
Μάνα μου, φέρετ’ το σπαθίτσι μου, το κόφ’ ομbρό και οπίσω
(Μάνα μου, φέρετε το σπαθάκι μου που κόβει εμπρός και πίσω)
Τελμ.
-Αινατζ.
2. Επιτασσόμενο σε εμπρόθ. φρ., πίσω από
ό.π.τ.
:
Σην πόρτα οπίσω
(Πίσω από την πόρτα)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
Μούασεν τζ̑αι τζ̑είνος σον ντιέχο μπίσου
(Κρύφτηκε κι εκείνος πίσω από τον τοίχο)
Φάρασ.
-Dawk.
Σην εκκλησ̑ά οπίσω
(Πίσω από την εκκλησία)
Ανακ.
-Cost.
Ασ' το λουτρό οπίσω, εκεί έν’ τ’ αχουρ'
(Πίσω από το λουτρό, εκεί είναι ο αχυρώνας)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Καχόδουν σ' τύρα οπίσ’, τύρα δεν του άνοιζι
(Καθόταν πίσω στην πόρτα, την πόρτα δεν του την άνοιγε)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
|| Φρ.
Ζει σον όηλον μπίσου
(Ζει πίσω από τον ήλιο˙ για τους μοναχικούς ή τους δυστυχισμένους)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
|| Παροιμ.
Ασ’ σην ευτσ̑ή σ’ οπίσω να μη μας αφήκ’
(Από την ευχή του πίσω να μη μας αφήσει˙ να μας συνοδεύει πάντα η ευχή του)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
Το καμη’όκκο ξειά σο καμήλιν μπίσου
(Το καμηλάκι πέφτει πίσω από την καμήλα˙ το παιδί μιμείται την συμπεριφορά του γονιού)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Συνών.
αποπίσω
3. Συχνά με γεν.
ό.π.τ.
:
Ήρτι οπίσου μου, ντώκι μου
(ήρθε από πίσω μου, με χτύπησε)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Τσ̑ι στάρης οπίσω μ';
(Τι στάθηκες πίσω μου;)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Πιάσ' το ασ' σα μαλλιά και έβγαλ' το όξω και κάλντεψέ με και έπαρ' και το κορίτσ̑' επίσω σ'
(Πιάσ' την απ' τα μαλλιά και βγάλτ' την έξω και καβαλίκεψέ με και πάρε και την κοπέλα πίσω σου)
Τελμ.
-Dawk.
Ήγρεψα κι πίσου μου έρχονται τρία νομάτις
(Είδα ότι πίσω μου έρχονται τρεις άνθρωποι)
Φκόσ.
-ΚΜΣ-ΚΠ371
|| Φρ.
Καλό ρε φέρνει πίσου του
(καλό δεν φέρνει πίσω του˙ δεν έχει καλές συνέπειες)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
|| Παροιμ.
Μπρος σου ’φκώνει χαλία, πίσω σου νοίζει γουία
(Μπροστά μου απλώνει χαλιά, πίσω σου ανοίγει λάκκους˙ για τους διπρόσωπους)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Συνών.
οπισινού
4. Μετά, κατόπιν
Σίλ.
:
Να ριούμε τσ̑όσι σε ξέβη πίσου του
(Να δούμε τι θα γίνει μετά απ' αυτό)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6
Συνών.
μετά, ύστερα, υστέρου
5. Ως επίθ., αυτός που βρίσκεται πίσω, ο οπίσθιος
Ανακ., κ.α., Ουλαγ., Φάρασ.
:
Ντο τύρα πίσω
(Η πίσω πόρτα)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Πίσω δόνια
(Τα πίσω δόντια)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
|| Παροιμ.
Το γαλά 'σ' τα πίσου τη μερα̈́ τα παίρνουνε
(Το κάστρο από το πίσω μέρος τα παίρνουν˙ η επιτυχία σε μιά εργασία απαιτεί τέχνη αλλά και κατεργαριά / πρέπει να φυλαγόμαστε ακόμη και από φίλους ή συγγενείς)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Συνών.
οπισινός