οποτανκιάν
(σύνδ.)
'ποτινgιάν
[potinˈɟan]
Σίλ.
'ποτινgάν
[potiŋˈgan]
Σίλ.
ποτ'κιάν
[potˈcan]
Σίλ.
Από τους σύνδ. οπόταν, όπου και τύπ. 'πότιν, και κιαν, όπου και τύπ. γκιαν και γκαν. Πβ. αφώσκαι, όπου τύπ. 'πώσκαν.
2. Όταν, μόλις
:
Μάνα τους 'ποτινgιάν του σωρεί, γροικά τα ότσ̑ι τούτους τουτσ̑εινής βαβάς ει αμ-μά φοβήσκει να τα ειπεί του βαβάν τζ̑ης οπ' τσ̑ην ιρέαν ότσ̑ι μη τσ̑η σκοτώσ̑ει
(Όταν η μητέρα τους τον βλέπει, καταλαβαίνει ότι είναι ο πατέρας της αλλά φοβόταν να του το πει επειδή νόμιζε ότι ίσως την σκότωνε)
Σίλ.
-Dawk.
Κουγιουμτζ̑ής 'ποτινgιάν τζ̑η σωρεί σ̑ασ̑τά
(Ο χρυσοχόος μόλις την βλέπει τα χάνει)
Σίλ.
-Dawk.
Υστεριάς βαβάς τσ̑ης ποτινgιάν πικρά πικρά μοιριογογίσκι, τότι κόρη είπιν ντα 'ς του βαβάν τζ̑ης ότσ̑ι τούτουνου κόρη 'ναι
(Ύστερα, όταν ο πατέρας της μοιρολογούσε πικρά πικρά, τότε η κόρη είπε στον πατέρα της ότι είναι κόρη του)
Σίλ.
-Dawk.