ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

οποτανκιάν (σύνδ.) 'ποτινgιάν [potinˈɟan] Σίλ. 'ποτινgάν [potiŋˈgan] Σίλ. ποτ'κιάν [potˈcan] Σίλ. Από τους σύνδ. οπόταν, όπου και τύπ. 'πότιν, και κιαν, όπου και τύπ. γκιαν και γκαν. Πβ. αφώσκαι, όπου τύπ. 'πώσκαν.
1. Όποτε, οποτεδήποτε : 'ποτινgιάν έρσ̑εις, του σπίτσ̑ι μπουλουdώ (Όποτε κι αν έρθεις, στο σπίτι βρίσκομαι) Σίλ. -Κωστ.Σ. 'πότινgαν έρσ̑ιτι ώρα μας σε πεσάνουμ' (Όποτε έρθει η ώρα μας θα πεθάνουμε) Σίλ. -Κωστ.Σ. Συνών. όποτε, οπόταν :1
2. Όταν, μόλις : Μάνα τους 'ποτινgιάν του σωρεί, γροικά τα ότσ̑ι τούτους τουτσ̑εινής βαβάς ει αμ-μά φοβήσκει να τα ειπεί του βαβάν τζ̑ης οπ' τσ̑ην ιρέαν ότσ̑ι μη τσ̑η σκοτώσ̑ει (Όταν η μητέρα τους τον βλέπει, καταλαβαίνει ότι είναι ο πατέρας της αλλά φοβόταν να του το πει επειδή νόμιζε ότι ίσως την σκότωνε) Σίλ. -Dawk. Κουγιουμτζ̑ής 'ποτινgιάν τζ̑η σωρεί σ̑ασ̑τά (Ο χρυσοχόος μόλις την βλέπει τα χάνει) Σίλ. -Dawk. Υστεριάς βαβάς τσ̑ης ποτινgιάν πικρά πικρά μοιριογογίσκι, τότι κόρη είπιν ντα 'ς του βαβάν τζ̑ης ότσ̑ι τούτουνου κόρη 'ναι (Ύστερα, όταν ο πατέρας της μοιρολογούσε πικρά πικρά, τότε η κόρη είπε στον πατέρα της ότι είναι κόρη του) Σίλ. -Dawk.