οργιά
(ουσ. θηλ.)
οργιά
[oˈrʝa]
Αξ.
Από το τουρκ. ουσ. orya = χαρτοπαικτ. όρος, το χρώμα καρό (< ιταλ. oro).
Το καρό στην τράπουλα
Αξ.
:
|| Φρ.
Τ’ οργιάς το κορίτσ̑’
(Του καρό το κορίτσι˙ η ντάμα καρό. Πβ. τουρκ. <em>orya kızı</em>.)
Αξ.
-Μαυροχ.
Τροποποιήθηκε: 18/07/2025