ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

οργιά (ουσ. θηλ.) οργιά [oˈrʝa] Αξ. Από το τουρκ. ουσ. orya = (ως όρος στα χαρτοπαίγνια) το καρό (< ιταλ. oro), Çağbayır (2007), λ. orya), πιθ. αντιδάν.
Το καρό στην τράπουλα Αξ. : || Φρ. Τ’ οργιάς το κορίτσ̑’ (του καρό το κορίτσι˙ η ντάμα καρό. Πβ. τουρκ. <em>orya kızı</em>.) Αξ. -Μαυροχ.