ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

οργιά (ουσ. θηλ.) οργιά [oˈrʝa] Αξ. Από το τουρκ. ουσ. orya = χαρτοπαικτ. όρος, το χρώμα καρό (< ιταλ. oro).
Το καρό στην τράπουλα Αξ. : || Φρ. Τ’ οργιάς το κορίτσ̑’ (Του καρό το κορίτσι˙ η ντάμα καρό. Πβ. τουρκ. <em>orya kızı</em>.) Αξ. -Μαυροχ.
Τροποποιήθηκε: 18/07/2025