οργιά
(ουσ. θηλ.)
οργιά
[oˈrʝa]
Αξ.
Από το τουρκ. ουσ. orya = (ως όρος στα χαρτοπαίγνια) το καρό (< ιταλ. oro), Çağbayır (2007), λ. orya), πιθ. αντιδάν.
Το καρό στην τράπουλα
Αξ.
:
|| Φρ.
Τ’ οργιάς το κορίτσ̑’
(του καρό το κορίτσι˙ η ντάμα καρό. Πβ. τουρκ. <em>orya kızı</em>.)
Αξ.
-Μαυροχ.