ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

όραμα (ουσ. ουδ.) όραμα [ˈorama] Αραβαν., Μισθ., Σίλ., Σινασσ., Τελμ. όρομα [ˈorοma] Ανακ., Αραβαν., Γούρδ., Δίλ., Ουλαγ., Σεμέντρ., Σίλατ., Σίλ., Τελμ., Φερτάκ., Φλογ. όρουμα [ˈoruma] Αξ., Μαλακ., Μισθ. όρ'μα [ˈorma] Σεμέντρ., Σινασσ. όνουμα [ˈonuma] Μισθ. Γεν. ορουμάτ' [oruʹmat] Αξ. Πληθ. οράματα [oˈramata] Σίλ. Αρχ. ουσ. ὅραμα = αυτό που βλέπει κάποιος, θέα. Ο τύπ. όρομα με αφομ.· ο τύπ. ήδη μεσν. στην Κύπρ. (Λεξ. Κριαρ.) Ο τύπ. όνουμα από τον τύπ. όρουμα με αφομοιωτική τροπή του [r] > [n] λογω του [m].
Όνειρο ό.π.τ. : Είρα ιψέ ένα όρομα (Είδα χτες ένα όνειρο) Σίλ. -Κωστ.Σ. Τσ̑οιμήχα τσ̑ι ’ροματίστα ’να όρουμα (Κοιμήθηκα και ονειρεύτηκα ένα όνειρο) Μισθ. -Κωστ.Μ. Γιόρντα τ’ όρομά μ’! (Ερμήνευσε το όνειρό μου!) Ανακ. -Κωστ.Α. 'ροματίστα 'να πις όραμα (Είδα ένα κακό όνειρο) Μισθ. -Φατ. Αν χιωρήεις ένα όρομα, γκαι ντο σπίτι σ' γιμώσ' λερό μούτλακ εκού χάνεται 'να κανείς (Αν δεις ένα όνειρο ότι το σπίτι σου γεμίσει νερό, ίσως εκεί πεθάνει κάποιος) Ουλαγ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Ντέν εν’ όρουμα, όργο κείται (Δεν είναι όνειρο, είναι πραγματικότητα) Αξ. -Παυλίδ. || Φρ. Αβούτζα σκορπίσ’ όλιος σα βουνά, αβούτσα να σκορπίσ’ και τ’ όρομα (Όπως σκορπάει ο ήλιος στα βουνά, έτσι να σκορπίσει το κακό όνειρο˙ το έλεγαν όταν έβλεπαν κακό όνειρο) Ανακ. -Κωστ.Α. || Παροιμ. Κερεκής τ’ όρομα για σο γέμα για στο ψέμα (Της Κυριακής το όνειρο είτε στο μεσημέρι είτε στο ψέμα˙ τα όνειρα της Κυριακής βγαίνουν αληθινά μέχρι το μεσημέρι της ίδιας ημέρας, σύμφωνα με την λαϊκή δοξασία) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 || Ασμ. Μάνα, εψές σ’ όραμά μου, μάνα, σην αμαρτιά μου
μάνα, σ’ απέσω σα σπίτια μας, μάνα, σ’ απέξω σην αυλή μας
σα κελλάρια μας ώριο δένδρο γυρίσκει, το κλώνoι του σκορπίσθαν
(Μάνα, χτες στο όνειρό μου, μάνα στην φαντασία μου
μάνα μέσα στα σπίτια μας, έξω στην αυλή μας
όμορφο δέντρο λύγισε, τα κλώνια του σκορπίστηκαν)
Τελμ. -Lag.
Συνών. ύπνος :2
Τροποποιήθηκε: 15/08/2025