όραμα
(ουσ. ουδ.)
όραμα
[ˈorama]
Αραβαν., Μισθ., Σίλ., Σινασσ.
όρομα
[ˈorοma]
Ανακ., Αραβαν., Γούρδ., Δίλ., Ουλαγ., Σεμέντρ., Σίλατ., Σίλ., Φερτάκ., Φλογ.
όρουμα
[ˈoruma]
Αξ., Μαλακ., Μισθ.
όρ'μα
[ˈorma]
Σινασσ.
όνουμα
[ˈonuma]
Μισθ.
Πληθ.
οράματα
[oˈramata]
Σίλ.
ορούματ'
[oˈrumat]
Αξ.
Αρχ. ουσ. ὅραμα = αυτό που βλέπει κάποιος, θέα. Ο τύπ. όνουμα από τον τύπ. όρουμα με αφομοιωτική τροπή του [r] > [n] λογω του [m].
Όνειρο
ό.π.τ.
:
Τσ̑οιμήχα τσ̑ι ‘ροματίστα ‘να όρουμα
(κοιμήθηκα και ονειρεύτηκα ένα όνειρο)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
'ροματίστα 'να πις όραμα
(Είδα ένα κακό όνειρο)
Μισθ.
-Φατ.
Είρα ιψέ ένα όρομα
(είδα χτες ένα όνειρο)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Αν χιωρήεις ένα όρομα, γκαι ντο σπίτι σ' γιμώσ' λερό μούτλακ εκού χάνεται 'να κανείς
(αν δεις ένα όραμα και το σπίτι σου γεμίσει νερό, ίσως εκεί πεθάνει κάποιος)
Ουλαγ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Ντέν εν’ όρουμα, όργο κείται
(Δεν είναι όνειρο, είναι πραγματικότητα)
Αξ.
-Παυλίδ.
|| Φρ.
Αβούτζα σκορπίσ’ όλιος σα βουνά, αβούτσα να σκορπίσ’ και τ’ όρομα
(όπως σκορπάει ο ήλιος στα βουνά, έτσι να σκορπίσει το κακό όνειρο˙ το έλεγαν όταν έβλεπαν κακό όνειρο και πετούσαν στο σταυροδρόμι λίγο ψωμί)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
|| Παροιμ.
Κερεκής τ’ όρομα για σο γέμα για στο ψέμα
(της Κυριακής το όνειρο είτε στο μεσημέρι είτε στο ψέμα˙ τα όνειρα της Κυριακής βγαίνουν αληθινά μέχρι το μεσημέρι της ίδιας ημέρας, σύμφωνα με τη λαϊκή δοξασία)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
|| Ασμ.
μάνα, εψές σ’ όραμά μου, μάνα, σην αμαρτιά μου
μάνα, σ’ απέσω σα σπίτια μας, μάνα, σ’ απέξω σην αυλή μας
σα κελλάρια μας ώριο δένδρο γυρίσκει, το κλώνι του σκορπίσθαν (Μάνα, χτες στο όνειρό μου, μάνα στην φαντασία μου
μάνα μέσα στα σπίτια μας, έξω στην αυλή μας
όμορφο δέντρο λυγίζει, τα κλώνια του σκορπίστηκαν) Τελμ. -Lag. Συνών. ύπνος
μάνα, σ’ απέσω σα σπίτια μας, μάνα, σ’ απέξω σην αυλή μας
σα κελλάρια μας ώριο δένδρο γυρίσκει, το κλώνι του σκορπίσθαν (Μάνα, χτες στο όνειρό μου, μάνα στην φαντασία μου
μάνα μέσα στα σπίτια μας, έξω στην αυλή μας
όμορφο δέντρο λυγίζει, τα κλώνια του σκορπίστηκαν) Τελμ. -Lag. Συνών. ύπνος