οράχι
(ουσ. ουδ.)
οράχ'
[oˈrax]
Σινασσ.
Από το τουρκ. ουσ. orak = δρεπάνι, όπου και διαλεκτ. τύπ. orah.
Δρεπάνι
Συνών.
δρεπάνι