ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ορθάδα (ουσ. θηλ.) ορτάδα [orˈtaða] Ανακ. ορτάτα [orˈtata] Φερτάκ. ορτάρα [orˈtara] Αραβαν. ορτάγια [nor'taʝa] Αξ., Τροχ. νορτάγια [nor'taʝa] Αξ., Τροχ. ορθίδα [orˈθiða] Φερτάκ. Από το επιθ. ορθός και παραγωγ. επίθμ. -άδα, με ανάπτ. [n] στην αρχή, τροπή του [θ] σε [t] και του [ð] σε [ʝ].
Αλήθεια ό.π.τ. : Τ' νορτάγια λάλ' (Την αλήθεια πες) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Aς σε πώ το ορτάτα τ', ζάτι εκείνο ογώ να το πάρω ντ' έναι (Να σου πω την αλήθεια του, πράγματι να τον παντρευτώ εγώ εκείνον δεν γίνεται) Φερτάκ. -Thumb Ορκίζομαι να είπω την ορτάγια (Ορκίζομαι να πω την αλήθεια) -ΙΛΝΕ 1555 Συνών. αληθιώτικος, ορθός, ορθούτσικος