ορθάδα
(ουσ. θηλ.)
ορτάδα
[orˈtaða]
Ανακ.
ορτάτα
[orˈtata]
Φερτάκ.
ορτάρα
[orˈtara]
Αραβαν.
ορτάγια
[nor'taʝa]
Αξ., Τροχ.
νορτάγια
[nor'taʝa]
Αξ., Τροχ.
ορθίδα
[orˈθiða]
Φερτάκ.
Από το επιθ. ορθός και παραγωγ. επίθμ. -άδα, με ανάπτ. [n] στην αρχή, τροπή του [θ] σε [t] και του [ð] σε [ʝ].
Αλήθεια
ό.π.τ.
:
Τ' νορτάγια λάλ'
(Την αλήθεια πες)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Aς σε πώ το ορτάτα τ', ζάτι εκείνο ογώ να το πάρω ντ' έναι
(Να σου πω την αλήθεια του, πράγματι να τον παντρευτώ εγώ εκείνον δεν γίνεται)
Φερτάκ.
-Thumb
Ορκίζομαι να είπω την ορτάγια
(Ορκίζομαι να πω την αλήθεια)
-ΙΛΝΕ 1555
Συνών.
αληθιώτικος, ορθός, ορθούτσικος