ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ορθούτσικα (επίρρ.) ορτούτσικα [or'tutsika] Μαλακ., Φλογ. ορτούσ̑κα [or'tuʃka] Αξ. Από το επίθ. ορθούτσικος και το παραγωγ. επίθμ. -α.
1. Ίσια Αξ., Φλογ. : Ορτούτσικα κατέβην κάτω (Κατέβηκε ίσια κάτω, κάθετα) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812 Συνών. οξορτά
2. Κατευθείαν Αξ., Μαλακ., Φλογ. : Τράβαναν ορτούτσικα σο σπίτ’ (Τράβαγαν κατευθείαν στο σπίτι) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812 Το πουλί παίν' ορτούσ̑κα γονdούζ̑' σ' πισ̑τικιού μας το κεφάλ' (Το πουλί πηγαίνει κατευθείαν και κάθεται στο κεφάλι του βοσκού μας) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Συνών. ίσια, ορθά
3. Σωστά Αξ. Συνών. ιράστα, καλός, ορθά