ορθούτσικα
(επίρρ.)
ορτούτσικα
[or'tutsika]
Μαλακ., Φλογ.
ορτούσ̑κα
[or'tuʃka]
Αξ.
Από το επίθ. ορθούτσικος και το παραγωγ. επίθμ. -α.
1. Ίσια
Αξ., Φλογ.
:
Ορτούτσικα κατέβην κάτω
(Κατέβηκε ίσια κάτω, κάθετα)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
Συνών.
οξορτά
2. Κατευθείαν
Αξ., Μαλακ., Φλογ.
:
Τράβαναν ορτούτσικα σο σπίτ’
(Τράβαγαν κατευθείαν στο σπίτι)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
Το πουλί παίν' ορτούσ̑κα γονdούζ̑' σ' πισ̑τικιού μας το κεφάλ'
(Το πουλί πηγαίνει κατευθείαν και κάθεται στο κεφάλι του βοσκού μας)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Συνών.
ίσια, ορθά