ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

όρισμα (ουσ. ουδ.) όρισμα [ˈorizma] Μισθ. Αρχ. ουσ. ὅρισμα.
Διαταγή, απόφαση Μισθ. : || Φρ. Όρισμα το τ͑εό (απόφαση του Θεού˙ το έλεγαν για να παρηγορήσουν τους συγγενείς νεκρού) Μισθ. -Κωστ.Μ. Συνών. εμίρι, κιτάπι, τεμπίχι, φερμάνι