ορμαλατίζω
(ρ.)
Εν. Αόρ. γ'
ορμαλάντ’σιν
[ormaˈladsin]
Φάρασ.
ορμαλατημένου
[ormalatiˈmenu]
Φάρασ.
Από το ουσ. ορμάνι, όπου και τύπ. ορμάν', και το παραγωγ. επίθμ. -λαντίζω. Πβ. τουρκ. ρ. ormanlaşmak = αναδασώνομαι.
Αναδασώνω
ό.π.τ.