όρνιθα
(ουσ. θηλ.)
όρνιθα
[ˈorniθa]
Ποτάμ.
όρνισα
[ˈornisa]
Σίλ.
Από το αρχ. ουσ. ὄρνις, -θος. Ο τύπ. ὄρνιθα μεσν. Η τροπή [θ] > [s] ομαλή για το ιδ. Σίλλης.
Κότα, όρνιθα
ό.π.τ.
:
|| Φρ.
Όρνισας πουλί
(όρνιθας πουλί˙ κοτόπουλο)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Συνών.
ορνίθι, ταβούχι :1