όρνιθα
(ουσ. θηλ.)
όρνιθα
[ˈorniθa]
Ποτάμ.
όρνισα
[ˈornisa]
Σίλ.
Από το αρχ. ουσ. ὄρνις, -θος. Ο τύπ. ὄρνιθα μεσν. Η τροπή [θ] > [s] ομαλή για το ιδ. Σίλλης.
Τροποποιήθηκε: 12/07/2025