οροσπουσλούχ
(ουσ. ουδ.)
οροσπουσλούχ
[οrospuzˈlux]
Μισθ.
Από το τουρκ. ουσ. orospuluk = πορνεία.
Πορνεία
Μισθ.
Τροποποιήθηκε: 13/07/2025