ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ορτά (I) (επίθ.) ορτά [orˈta] Αξ., Φάρασ. Από το τουρκ. ουσ. orta = α) μέση β) κέντρο γ) μεσαίος.
1. Ως επίθ., ο μεσαίος Αξ. : Ορτά μαχαλάς (ο μεσαίος μαχαλάς) Αξ. -Μαυροχ. Ορτά μαχαλαΐτε (Οι κάτοικοι του μεσαίου μαχαλά) Αξ. -Μαυροχ.
2. Ως επίρρ. που μετριάζει την ιδιότητα του επιθέτου που συνοδεύει, λίγο, μετρίως Φάρασ. : Ορτά μπουταλά (λίγο χαζός) Φάρασ. -Παπαστ.-Καρακ.