ορτά (I)
(επίθ.)
ορτά
[orˈta]
Αξ., Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. orta = α) μέση β) κέντρο γ) μεσαίος.
1. Ως επίθ., ο μεσαίος
Αξ.
:
Ορτά μαχαλάς
(ο μεσαίος μαχαλάς)
Αξ.
-Μαυροχ.
Ορτά μαχαλαΐτε
(Οι κάτοικοι του μεσαίου μαχαλά)
Αξ.
-Μαυροχ.
2. Ως επίρρ. που μετριάζει την ιδιότητα του επιθέτου που συνοδεύει, λίγο, μετρίως
Φάρασ.
:
Ορτά μπουταλά
(λίγο χαζός)
Φάρασ.
-Παπαστ.-Καρακ.