ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ορτά (I) (επίθ.) ορτά [orˈta] Αξ., Ουλαγ., Σίλ., Φάρασ., Φερτάκ. Από το τουρκ. ουσ. orta = α) μέση β) κέντρο γ) μεσαίος.
1. Ως ουσ., η μέση Σεμέντρ. : Ξέβαλά το 'ς ορταλίκ', το φίζ' ξέβη 'ς ορτά (Το έβαλα στη μέση, το φίδι βγήκε έξω στη μέση) Σεμέντρ. -ΚΜΣ-ΚΠ283 Συνών. ορταλίκι
2. Ως επίθ., μεσαίος Αξ., ό.π.τ. : Ορτά μαχαλάς (ο μεσαίος μαχαλάς) Αξ. -Μαυροχ. Ορτά μαχαλαΐτε (Οι κάτοικοι του μεσαίου μαχαλά) Αξ. -Μαυροχ.
3. Ως επίρρ. που μετριάζει την ιδιότητα του επιθέτου που συνοδεύει, λίγο, μετρίως Φάρασ. : Ορτά μπουταλά (Λίγο χαζός) Φάρασ. -Παπαστ.-Καρακ.
Τροποποιήθηκε: 19/08/2025