ορταχεσὐνη
(ουσ. ουδ.)
ορταχ̇εψύμι
[ortaxeˈpsimi]
Φάρασ.
Θηλ.
ορταχ̇εψύμη
[ortaxeˈpsimi]
Φάρασ.
Από το ουσ. ορτάχος και το παραγωγ. επίθμ. -σύνη.
Μοιρασιά, κολληγιά
Φάρασ.
:
|| Παροιμ.
Äρ το ορταχ̇εψύμι να ήτουν γκαό, τα δύο 'δέφε χα πάρουν α ναίκα
(Αν η κολληγιά ήταν κάτι καλό, τα δύο αδέρφια θα παίρνανε μία γύναίκα˙ Το έλεγαν επειδή ο κάθε Φαρασιώτης ήθελε να έχει το δικό του κτήμα και συχνά οι Φαρασιώτες μάλωναν όταν συνεταιρίζονταν)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Συνών.
μιράσι, ορταγί, ορταχεσὐνη, ορταχιά, ορταχιλίκι