ορταχεσὐνη
(ουσ. θηλ.)
ορταχ̇εψύμη
[ortaxeˈpsimi]
Φάρασ.
Από το ουσ. ορτάχος και το παραγωγ. επίθμ. -σύνη.
Κολληγιά, συνεταιρισμός
Φάρασ.
:
|| Παροιμ.
Äρ το ορταχ̇εψύμη να ήτουν gαό, τα δύο 'δέφε χα πάρουν α ναίκα
(Αν η κολληγιά ήταν κάτι καλό, δύο αδέλφια θα έπαιρναν μία γυναίκα˙ συχνά οι Φαρασιώτες μάλωναν όταν συνεταιρίζονταν)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Συνών.
μιράσι, ορταγί, ορταχιά, ορταχιλίκι
Τροποποιήθηκε: 13/07/2025