ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ορταχεσὐνη (ουσ. ουδ.) ορταχ̇εψύμι [ortaxeˈpsimi] Φάρασ. Θηλ. ορταχ̇εψύμη [ortaxeˈpsimi] Φάρασ. Από το ουσ. ορτάχος και το παραγωγ. επίθμ. -σύνη.
Μοιρασιά, κολληγιά Φάρασ. : || Παροιμ. Äρ το ορταχ̇εψύμι να ήτουν γκαό, τα δύο 'δέφε χα πάρουν α ναίκα (Αν η κολληγιά ήταν κάτι καλό, τα δύο αδέρφια θα παίρνανε μία γύναίκα˙ Το έλεγαν επειδή ο κάθε Φαρασιώτης ήθελε να έχει το δικό του κτήμα και συχνά οι Φαρασιώτες μάλωναν όταν συνεταιρίζονταν) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Συνών. μιράσι, ορταγί, ορταχεσὐνη, ορταχιά, ορταχιλίκι