ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ορτούλ (ρ.) β' Εν. Προστ. ορτούλ [orˈtul] Φάρασ. Από την προστ. örtül του τουρκ. ρ. örtülmek, παθ. τύπ. του ρ. örtmek = α) τυλίγω, β) κρύβω γ) κλείνω (πόρτα).
Αμτβ., κλείνω : Να ειπείς το «ατσ̑ίλ, ζεμπίλ,» νοίζεται. να ειπείς το: «Ορτούλ, ζεμπίλ,» φσαούται (Αν πεις «άνοιξε, κοφίνι», ανοίγει, αν πεις «κλείσε, κοφίνι» κλείνει) Φάρασ. -Dawk.