ορτούλ
(ρ.)
β' Εν. Προστ.
ορτούλ
[orˈtul]
Φάρασ.
Από την προστ. örtül του τουρκ. ρ. örtülmek, παθ. τύπ. του ρ. örtmek = α) τυλίγω, β) κρύβω γ) κλείνω (πόρτα).
Αμτβ., κλείνω
:
Να ειπείς το «ατσ̑ίλ, ζεμπίλ,» νοίζεται. να ειπείς το: «Ορτούλ, ζεμπίλ,» φσαούται
(Αν πεις «άνοιξε, κοφίνι», ανοίγει, αν πεις «κλείσε, κοφίνι» κλείνει)
Φάρασ.
-Dawk.