ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ορφανός (επίθ.) ορφανό [orfaˈno] Αξ., Γούρδ., Μαλακ., Μισθ., Σινασσ., Φάρασ., Φλογ. 'ρφανό [rfaˈno] Φάρασ. αρφανό [arfaˈno] Μισθ. Θηλ. ορφανή [orfaˈni] Ανακ. Από το αρχ. επίθ. ὀρφανός.
1. Ορφανός ό.π.τ. : Ήρτεν εκεί τ' ναίκας το παιί. Ορφανό ήτονε. (Ήρθε εκεί της γυναίκας το παιδί. Ήταν ορφανό.) Αξ. -Dawk. Μπασά μ' τσ̑ότουνε ασκέρος, μάνα μ' σ̑υχωρέθηκε, 'πόμα αρφανό (Ο πατέρας μου ήτανε στρατιώτης, η μάνα μου πέθανε, έμεινα ορφανός) Μισθ. -ΙΛΝΕ 755 Γουζούμ Πόποτζ', ορφανό μ' παιδί! (Μωρό μου Προδρομάκο μου, ορφανό μου παιδί!) Σινασσ. -Λεύκωμα || Παροιμ. Tου 'ρφανού του φσ̑όκκου ο κως έν' 'νεχτό (Του ορφανού του παιδιού ο κώλος είναι ξεσκέπαστος˙ Τα ορφανά είναι απροστάτευτα) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. || Ασμ. Ξύπνησα κι εγώ η ορφανή, χάσα, το πού να πάω (Ξύπνησα κι εγώ η ορφανή, έχασα το πού να πάω) Ανακ. -Κωστ.Α. Συνών. γαρίπης :3, οξούζ
2. Εγκαταλελειμμένος, έρημος Μαλακ., Φλογ. : Ένα ορφανό νεκκλησ̑ά (Μια έρημη εκκλησία) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812 Συνών. ισούζης