ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γαρίπης (επίθ.) γαρίπ͑ης [ɣaˈripʰis] Σίλ., Φάρασ. γαρίπ͑' [ɣaˈripʰ] Αξ., Μαλακ., Μισθ., Φάρασ. γαϊρίπ' [ɣaiˈrip] Τελμ. Θηλ. γαρίπ͑'σσα [ɣaˈripʰsa] Φάρασ. Ουδ. γαρίπ͑ι [ɣaˈripʰi] Σίλ., Φάρασ. Από το τουρκ. επίθ. garip (< αραβ. ġarīb) = α) παράξενος β) ξένος γ) δύστυχος. Πβ. το ήδη μεσν. ουσ. καρίπης = ξένος μισθοφόρος (LBG, Zervan, λ. καρίπιδες).
1. Ξένος, άγνωστος ό.π.τ. : Εδού ήρτεν ένα γαϊρίπ' γκαι αράdıσ̑' τα τρία γκϋζέλια (Εδώ ήρθε ένας ξένος και αναζητούσε τις τρεις καλλονές) Τελμ. -Dawk. Συνών. αγαπητικός :2, γιαμπαντζής, γιαντιργούς, μπελλισίζης :3, ξένος, χώρας
2. Αξιολύπητος Αξ., Φάρασ. Συνών. σεφίλι, φουκαράς
3. Ορφανός Φάρασ. Συνών. οξούζ, ορφανός
β. Κατ' επέκτ., ολομόναχος, μαγκούφης, έρημος Μαλακ., Σίλ., Φάρασ. : 'πόμ’νι γαρίπι αυτό του σπίτι (Απόμεινε έρημο αυτό το σπίτι ) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6