γαρίπης
(επίθ.)
γαρίπ͑ης
[ɣaˈripʰis]
Σίλ., Φάρασ.
γαρίπ͑'
[ɣaˈripʰ]
Αξ., Μαλακ., Μισθ., Φάρασ.
γαϊρίπ'
[ɣaiˈrip]
Τελμ.
Θηλ.
γαρίπ͑'σσα
[ɣaˈripʰsa]
Φάρασ.
Ουδ.
γαρίπ͑ι
[ɣaˈripʰi]
Σίλ., Φάρασ.
Από το τουρκ. επίθ. garip (< αραβ. ġarīb) = α) παράξενος β) ξένος γ) δύστυχος. Πβ. το ήδη μεσν. ουσ. καρίπης = ξένος μισθοφόρος (LBG, Zervan, λ. καρίπιδες).
1. Ξένος, άγνωστος
ό.π.τ.
:
Εδού ήρτεν ένα γαϊρίπ' γκαι αράdıσ̑' τα τρία γκϋζέλια
(Εδώ ήρθε ένας ξένος και αναζητούσε τις τρεις καλλονές)
Τελμ.
-Dawk.
Συνών.
αγαπητικός :2, γιαμπαντζής, γιαντιργούς, μπελλισίζης :3, ξένος, χώρας
β.
Κατ' επέκτ., ολομόναχος, μαγκούφης, έρημος
Μαλακ., Σίλ., Φάρασ.
:
'πόμ’νι γαρίπι αυτό του σπίτι
(Απόμεινε έρημο αυτό το σπίτι
)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6