ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ξένος (επίθ.) ξένος [ˈksenos] Σίλατ., Σινασσ. ξένο [ˈkseno] Ανακ. αξένος [aˈksenos] Τελμ. Θηλ. ξέν'σσα [ʹksensa] Σινασσ. Αρχ. επίθ. ξένος. Η ουσιαστικοπ. ήδη αρχ.
1. Ξένος Ανακ. : Σο ξένο σο μέρος (Στο ξένο μέρος) Ανακ. -Κωστ.Α. Παίρισ̑καν και ξένο φσ̑άχ' αν 'κ' είχαν οι δικοί της (Έπαιρναν και ξένο παιδί, αν δεν είχαν οι δικοί της) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812 Συνών. αγαπητικός, γιαμπαντζής, γιαντιργούς, γαρίπης, χώρας
2. Ως ουσ., ξένος, ξενιτεμένος Σινασσ., Τελμ. : || Ασμ. Έχω το βαρύν έγκλημα και δίκαια παραπόνια
ασό με λέγουν αξένος, πονώ και δεν δειπνίζω
( Έχω τον βαρύ καημό και τα δίκαια παράπονα,
όσο με λένε ξένο, στεναχωριέμαι και δεν τρώω)
Τελμ. -Lag.
Του ξένου δός του ξενιτιά κι αρρώστια μη τού δίνεις
η αρρώστια θέλει στρώματα, θέλει προσκεφαλάκια
( Του ξένου δώσε ξενιτειά κι αρρώστια μην του δίνεις
η αρρώστια θέλει στρώματα, θέλει προσκεφαλάρια )
Σινασσ. -Αρχέλ.
Συνών. γιαμπαντζής, κουρμπετλής, ξενιτευτής