ξεπετώ
(ρ.)
ξεπετώ
[ksepe'to]
Αξ.
Από το νεότ. ρ. ξεπετῶ, το οπ. από το επιτατ. πρόθμ. ξε- και το ρ. πετῶ. Πβ. αρχ. ρ. ἐκπέτομαι = πετάω, φεύγω.
Πετάω κάτι μακριά
Συνών.
φιρλατίζω :1, χατζιλαΐζω