ξειλώ
(ρ.)
ξειλώ
[ksiˈlo]
Αφσάρ., Φάρασ.
ξειλάω
[ksiˈlao]
Φάρασ.
ξειάω
[ksiˈao]
Φάρασ., Φκόσ.
Παρατατ.
ξειλάgα
[ksiˈlaga]
Φάρασ.
Αόρ.
ξείλ'σα
[ˈksilsa]
Κίσκ., Φάρασ.
ξείλτσα
[ˈksiltsa]
Τσουχούρ., Φάρασ., Φκόσ.
Υποτ.
ξειλήσω
[ksiˈliso]
Αφσάρ., Φάρασ., Φκόσ.
ξείλ'σω
[ˈksilso]
Φάρασ.
Από το μεταγν. ρ. έξειλῶ = α) ξεγλιστρώ από αυτό που με περιβάλλει, β) δραπετεύω, ξεφεύγω με αποβολή του αρκτ. άτονου φων. (Grégoire 1909: 149, Καψωμένος 1941: 113-114). Η λέξ. και Απουλ.
1. Πέφτω
ό.π.τ.
:
'ς το ουρανό ξείλ'σαν τρία μήα
(Από τον ουρανό έπεσαν τρία μήλα)
Φάρασ.
-Dawk.Boy
'στέρου είδεν ντι κι ξείλ'σαν λι-έγα κουτούκε
(Ύστερα είδε ότι έπεσαν μερικοί κορμοί)
Φάρασ.
-Dawk.
Φότες πνώγκε ξείλτσ’ αν καρύδι, δώτσ̑εν τα σο τσ̑ουφάλι
(Καθώς κοιμόταν, έπεσε ένα καρύδι, τον χτύπησε στο κεφάλι)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
Έσεισε το μήο η μερκάλτσα. Ξείλτσεν κάτου
(Κούνησε τη μηλιά η Μαρκάλτσα. Έπεσε κάτω (το παιδί))
Φάρασ.
-Dawk.
Ευξωθείτε ο νους μα ξειλήσει σα κάμε
(Προσευχηθείτε να μην πέσει ο νους σας στις αμαρτίες)
Φάρασ.
-Lag.
Τσ̑άκι να ξειλήσω σο ποτάμι χτες
(Παραλίγο να πέσω στο ποτάμι χθες)
Αφσάρ.
-Αναστασ.
|| Φρ.
Ξειλά 'σ' την καρdία μου
(Πέφτει από την καρδιά μου˙ δεν μου είναι πια ευχάριστος, ποθητός, τον σιχαίνομαι)
-Αναστασ.
Ξείλ'σε γκάτου α σίδερο
(Έπεσε κάτω ένα σίδερο˙ έπεσε αστραπή)
-ΚΜΣ-ΚΠ371
|| Παροιμ.
Να 'νοικ' γουί να ξειλήσει αν άου, εν προ 'α 'ξειλήσ' συ
(Αν ανοίξεις λάκκο για να πέσει ένας άλλος, πιο μπροστά θα πέσεις εσύ˙ όποιος ανοίγει τον λάκκο του άλλου πέφτει εκείνος μέσα)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Το καμη’όκκο ξειά σο καμήλιν bίσου
(Το καμηλάκι πέφτει πίσω από την καμήλα˙ το παιδί ακολουθεί την συμπεριφορά του γονιού)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
2. Λαχαίνω, τυχαίνω
ό.π.τ.
:
|| Φρ.
Ξειλά σε μένα
(Πέφτει σε μένα˙ ταιριάζει σε μένα)
Φάρασ.
-Αναστασ.
Ξειλά ση μοίρα μου
(Πέφτει στο μερίδιό μου. Πβ. τουρκ. φρ. payına düşmek = πέφτει μερίδιο.)
Αφσάρ.
-Αναστασ.
3. Καθώς προχωρώ, βγαίνω σε κάποιο μέρος
Τσουχούρ., Φάρασ.
:
Σάμο έφυγαν, 'κούλ'θ'σαμ' την στράτα, ξείλ'σαμ' 'ς αν παλό ορένι, 'πνώσαμ' αdζεί
(Μόλις έφυγαν (οι κλέφτες που μας απειλούσαν), ακολουθήσαμε τον δρόμο, φτάσαμε σ'ένα παλιό ερείπιο, κοιμηθήκαμε εκεί)
Φάρασ.
-Thumb
Ξείλτσαμε σ' Αφσάρι για 'γώ πούτε τζ̑o χώρεσα
(Βγήκαμε στο Αφσάρι αλλά εγώ δεν χώρεσα πουθενά)
Φάρασ.
-Αναστασ.
Την ευίdζα σηκώθαμ’, ξείλτσαμ’ σ’ α χαϊζί
(Την άλλη μέρα σηκωθήκαμε, φτάσαμε σ’ ένα ίσωμα)
Τσουχούρ.
-ΚΜΣ-Έξοδος Β
Ξείλ'σαμ' στα ρουσία τζαι τζοι κάτζοι τζαι στα παγάνια 'πέσω, βράδυνε
(Πέσαμε στα βουνά και στα βράχια και στα φαράγγια μέσα, νυχτωθήκαμε)
Φάρασ.
-Thumb
|| Φρ.
Ξεἰλ'σα σις στράτις
(Ρίχτηκα στους δρόμους˙ ξεκίνησα την πορεία μου)
Φάρασ.
-Bağr.