ξανάστροφος
(επίθ.)
ξενάστρεφος
[kseʹnastrefos]
Φάρασ.
Από το μεσν. επίθ. ἐξανάστροφος, όπου και τύπ. ξανάστροφος.
Ανάποδος
:
Ατό παλί λέγω τι κέζι ένι ξενάστρεφο έργο!
(Αυτό πάλι λέω ότι είναι βέβαια ανάποδο, παράλογο έργο)
Φάρασ.
-Θεοδ.Ιστ.