ξαγορεύω
(ρ.)
ξαγορεύω
[ksaɣoˈrevo]
Σινασσ.
Παθ.
ξαγορεύομαι
[ksaɣoˈrevome]
Σινασσ.
Αρχ. ρ. ἐξαγορεύω = αποκαλύπτω μυστικό. Ο τύπ. ξαγορεύω μεσν. (Λεξ. Δουκ.)
Εξομολογώ-ούμαι
Συνών.
ξομολογώ