ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ξαγορεύω (ρ.) ξαγορεύω [ksaɣoˈrevo] Σινασσ. Παθ. ξαγορεύομαι [ksaɣoˈrevome] Σινασσ. Αρχ. ρ. ἐξαγορεύω = αποκαλύπτω μυστικό. Ο τύπ. ξαγορεύω μεσν. (Λεξ. Δουκ.)
Εξομολογώ-ούμαι Συνών. ξομολογώ
Τροποποιήθηκε: 27/08/2024