ξεκαλιγώνω
(ρ.)
ξεκαλεγώνω
[ksekaleˈɣono]
Φάρασ.
Από το πρόθμ. ξε- και το ρ. καλιγώνω, όπου και τύπ. καλεγώνω.
Ξεκαλιγώνω, αφαιρώ τα πέταλα από άλογο ή γαϊδούρια
:
|| Παροιμ.
Ηύρες ψοφισμένα γαϊρίδε να ξεκαλεγώσ'
(Βρήκες ψόφια γαϊδούρια να τα ξεκαλιγώσεις˙ για όσους εκμεταλλεύονται τους αδύναμους ανθρώπους)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Αντίθ
καλιγώνω
Τροποποιήθηκε: 05/10/2025