ξεκαλιγώνω
(ρ.)
ξεκαλεγώνω
[ksekaleˈɣono]
Φάρασ.
Από το πρόθμ. ξε- και το ρ. καλιγώνω, όπου και τύπ. καλεγώνω.
Ξεκαλιγώνω, αφαιρώ τα πέταλα από άλογο ή γαϊδούρια
:
|| Παροιμ.
Ηύρες ψοφισμένα γαϊρίδε, να ξεκαλεγώσ'
(Βρήκες ψόφια γαϊδούρια, να τα ξεκαλιγώσεις˙ Για όσους εκμεταλλεύονται τους αδύναμους ανθρώπους)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Αντίθ
καλιγώνω