ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ξεκαλιγώνω (ρ.) ξεκαλεγώνω [ksekaleˈɣono] Φάρασ. Από το πρόθμ. ξε- και το ρ. καλιγώνω, όπου και τύπ. καλεγώνω.
Ξεκαλιγώνω, αφαιρώ τα πέταλα από άλογο ή γαϊδούρια : || Παροιμ. Ηύρες ψοφισμένα γαϊρίδε, να ξεκαλεγώσ' (Βρήκες ψόφια γαϊδούρια, να τα ξεκαλιγώσεις˙ Για όσους εκμεταλλεύονται τους αδύναμους ανθρώπους) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Αντίθ καλιγώνω