καλιγώνω
(ρ.)
καλιγώνω
[kaliˈɣono]
Ανακ., Αραβαν., Γούρδ., Ποτάμ., Σινασσ., Τελμ., Φλογ.
καλεγώνου
[kaleˈɣonu]
Φάρασ.
καλαγώνω
[kalaˈɣono]
Φλογ.
καλαώνου
[kalaˈonu]
Φάρασ.
καλαβώνω
[kalaˈvono]
Μαλακ.
καβαλώνω
[kavaˈlono]
Μισθ.
Μεσν. ρ. καλιγώνω. O τύπ. καλαγώνω με προχωρητική αφομ. [a-i] > [a-a]. Ο τύπ. καλαβώνω με ανάπτ. [v] μετά την αποβ. του μεσοφωνηεντ. [ɣ]. Ο τύπ. καβαλώνω με μετάθ.
1. Πεταλώνω
ό.π.τ.
:
Καλίγωναν τα χαγβάνια σα ναλμπάdικα
(Πετάλωναν τα άλογα στα πεταλωτήρια)
Σινασσ.
-Βλασ.
Και ντα βόια καβαλώνουμ' ντα
(Και τα βόδια τα πεταλώνουμε)
Μισθ.
-ΙΛΝΕ 887
|| Φρ.
Tον ψύο καλεγών' ντα
(Καλιγώνει τον ψύλλο˙ είναι πολύ έξυπνος και πονηρός)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
|| Ασμ.
Νύχτα σελλώνει τ' άλογο, μέρα το καλιγώνει
(Νύχτα σελλώνει το άλογο, μέρα το πεταλώνει) Σινασσ. -Αρχέλ. Αντίθ ξεκαλιγώνω
(Νύχτα σελλώνει το άλογο, μέρα το πεταλώνει) Σινασσ. -Αρχέλ. Αντίθ ξεκαλιγώνω