ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

καλημέρα (ουσ. θηλ.) καλημέρα [kaliˈmera] Ανακ., Γούρδ., Μισθ., Σίλ., Φάρασ. καλήμερα [kaˈlimera] Φάρασ. καλομέρα [kaloˈmera] Μισθ. Μεσν. ουσ. καλημέρα, από την φρ. καλήν ἡμέραν (ενν. εύχομαι να έχεις).
Πρωινός χαιρετισμός, καλημέρα : Να σ̑αφτίσουν τα φτάλμε σου, να πάρ' του Θεού την ευσ̑ή, τσ̑αι 'στέρου να ειπείς καλημέρα (Να φωτίσουν τα μάτια σου, να πάρεις την ευχή του Θεού, και ύστερα να πεις καλημέρα) Φάρασ. -Λουκ.Πετρ. || Φρ. Η καλημέρα έν' ντου Θεού (Η καλημέρα είναι του Θεού˙ προτροπή για ευγένεια) -Λουκ.Λουκ.