ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

καλλίκεμα (ουσ. ουδ.) γαλίτσ̑ημα [ɣaˈlitʃima] Φάρασ. κάλ'τσημα [ˈkaltsima] Μισθ., Σίλ. κάλ'ντεμα [ˈkaldema] Αραβαν., Γούρδ. κάτλημα [ˈkatlima] Σίλ. Γεν. καλ'τσημάτ' [kaltsiˈmat] Μισθ. Από το ρ. καλλικεύω και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
Καβαλίκεμα ό.π.τ. : Έσ̑' καλό κάλ'τσημα (Καβαλλικεύει καλά) Μισθ. -ΙΛΝΕ 887 || Φρ. Φέρ' του καλ'τσημάτ' (Φέρε του καβαλικέματος˙ φέρε το γαϊδούρι) Μισθ. -Κωστ.Μ.