καλμούσι
(επίθ.)
καλμούσ̑'
[kalˈmuʃ]
Ανακ., Σίλατ., Φλογ.
καλμίσι
[kalˈmisi]
Σίλατ.
γαλμούσ̑'
[ɣalˈmuʃ]
Μισθ.
γαλμίχι
[ɣalˈmiçi]
Φάρασ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. kalmış = ανύπαντρη, γεροντοκόρη (THADS, λ. kalmış).
Ανύπαντρος μεγάλης ηλικίας, γεροντοκόρη-γεροντοπαλίκαρο.
ό.π.τ.
:
Ένα καλμούσ̑' κορίτσ̑'
(Μια γεροντοκόρη)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
Άμα ήτουνε 18 λένκαμε: «Έμεινε γαλμίχι»
(Άμα ήτανε 18 χρονών λέγαμε: «Έμεινε στο ράφι»)
Φάρασ.
-ΕΚΠΑ 2142
Συνών.
γαρτλαμούς :2, κιουτούκι