ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

καλμούσι (επίθ.) καλμούσ̑' [kalˈmuʃ] Ανακ., Σίλατ., Φλογ. καλμίσι [kalˈmisi] Σίλατ. γαλμούσ̑' [ɣalˈmuʃ] Μισθ. γαλμίχι [ɣalˈmiçi] Φάρασ. Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. kalmış = ανύπαντρη, γεροντοκόρη (THADS, λ. kalmış).
Ανύπαντρος μεγάλης ηλικίας, γεροντοκόρη-γεροντοπαλίκαρο. ό.π.τ. : Ένα καλμούσ̑' κορίτσ̑' (Μια γεροντοκόρη) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812 Άμα ήτουνε 18 λένκαμε: «Έμεινε γαλμίχι» (Άμα ήτανε 18 χρονών λέγαμε: «Έμεινε στο ράφι») Φάρασ. -ΕΚΠΑ 2142 Συνών. γαρτλαμούς :2, κιουτούκι