καλίγωμα
(ουσ. ουδ.)
καλίγωμα
[kaˈliɣoma]
Γούρδ.
καλάουμα
[kaˈlauma]
Φάρασ.
Μεσν. ουσ. καλίγωμα.
Πετάλωμα
ό.π.τ.