καλέβρα
(ουσ. θηλ.)
καλέβρα
[kaˈlevra]
Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Μαλακ.
Από το παλαιότ. τουρκ. ουσ. kalavra, kalevra = δερμάτινο υπόδημα. Η λ. σε πολλά ελλ. ιδιώμ. Κατά τους Μαυροχ.-Κεσ., πιθ. από το μεσν. ουσ. ουδ. πληθ. καλάβρικα = δερμάτινος επίδεσμος < λατιν. calabrica (βλ. Κουκουλές 1949: 209-210, Κουκουλές ΒΒΠ Γ, 38 και LBG). Για τις ποικίλες ετυμολογήσεις της τουρκ. λ. βλ. Tietze (2016: λ. karevle).